συγκολλᾶται

συγκολλᾶται
συγκολλάω
glue
pres subj mp 3rd sg
συγκολλάω
glue
pres ind mp 3rd sg
συγκολλάω
glue
pres subj mp 3rd sg
συγκολλάω
glue
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευκόλλητος — εὐκόλλητος, ον (Α) πάπ. αυτός που συγκολλάται καλά, ο ευκολοκόλλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κολλητός (< κολλώ)] …   Dictionary of Greek

  • εύκολλος — εὔκολλος, ον (Α) αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά κολλος, αμφί κολλος] …   Dictionary of Greek

  • ντουραλουμίνιο — Ελαφρό κράμα που περιέχει περίπου 95% αλουμίνιο, 3 4% χαλκό και μικρή ποσότητα, κάτω από 1%, μαγνησίου και μαγγανίου που το παρασκεύασε το 1906 ο Γερμανός χημικός Άλφρεντ Βιλμ (1869 – 1937). Το κράμα, σε σχέση με το καθαρό μέταλλο, έχει… …   Dictionary of Greek

  • Μέμπιους, Άουγκουστ Φέρντιναντ — (August Ferdinand Mοbius, Σούλπφορντ, Σαξονία 1790 – Λιψία 1868). Γερμανός μαθηματικός και αστρονόμος. Το 1815 ξεκίνησε να διδάσκει αστρονομία στη Λιψία και από το 1844 υπήρξε διευθυντής του αστεροσκοπείου της ίδιας πόλης. Στο έργο Βαρυκεντρικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”